- συναισθηματικός
- -ή, -ό, Ν [συναίσθημα, -ήματος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο συναίσθημα («συναισθηματικός κόσμος»)2. (για πρόσ.) εκείνος στον οποίο το συναίσθημα είναι ισχυρότερο από τις άλλες ψυχικές λειτουργίες («συναισθηματικός άνθρωπος»)3. φρ. α) «συναισθηματικά ασταθές άτομο»(ψυχολ.) άτομο που χαρακτηρίζεται από γρήγορη και εύκολη μεταβολή τής ψυχικής του διάθεσηςβ) «συναισθηματική διαταραχή»(ψυχιατρ.) σύνολο διανοητικών διαταραχών που χαρακτηρίζονται από συναισθηματικές καταστάσεις ή εναλλαγές διαθέσεων τόσο ακραίες, ώστε το άτομο να χάνει την επαφή με το περιβάλλον τουγ) «συναισθηματική κατάσταση»(ψυχολ.) η κατάσταση ευαρέσκειας ή δυσαρέσκειας και το σύνολο τών φαινομένων τής συναισθηματικότηταςδ) «συναισθηματικές τάσεις»(φιλοσ.) οι κλίσεις και τα πάθηε) «συναισθηματικό στοιχείο» ή «συναισθηματικός τόνος»i) (φιλοσ.) το μέρος τής αίσθησης που περιλαμβάνεται στο συναίσθημα σε διάκριση από την αναπαραστατική του άποψηii) (ψυχολ.) τα συναισθήματα που συνδέονται με τις πεποιθήσεις και τις στάσεις ενός ατόμου.
Dictionary of Greek. 2013.