συναισθηματικός

συναισθηματικός
-ή, -ό, Ν [συναίσθημα, -ήματος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο συναίσθημα («συναισθηματικός κόσμος»)
2. (για πρόσ.) εκείνος στον οποίο το συναίσθημα είναι ισχυρότερο από τις άλλες ψυχικές λειτουργίες («συναισθηματικός άνθρωπος»)
3. φρ. α) «συναισθηματικά ασταθές άτομο»
(ψυχολ.) άτομο που χαρακτηρίζεται από γρήγορη και εύκολη μεταβολή τής ψυχικής του διάθεσης
β) «συναισθηματική διαταραχή»
(ψυχιατρ.) σύνολο διανοητικών διαταραχών που χαρακτηρίζονται από συναισθηματικές καταστάσεις ή εναλλαγές διαθέσεων τόσο ακραίες, ώστε το άτομο να χάνει την επαφή με το περιβάλλον του
γ) «συναισθηματική κατάσταση»
(ψυχολ.) η κατάσταση ευαρέσκειας ή δυσαρέσκειας και το σύνολο τών φαινομένων τής συναισθηματικότητας
δ) «συναισθηματικές τάσεις»
(φιλοσ.) οι κλίσεις και τα πάθη
ε) «συναισθηματικό στοιχείο» ή «συναισθηματικός τόνος»
i) (φιλοσ.) το μέρος τής αίσθησης που περιλαμβάνεται στο συναίσθημα σε διάκριση από την αναπαραστατική του άποψη
ii) (ψυχολ.) τα συναισθήματα που συνδέονται με τις πεποιθήσεις και τις στάσεις ενός ατόμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συναισθηματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο συναίσθημα, ο γεμάτος συναισθηματικότητα: Έχει συναισθηματικά προβλήματα. – Τον κατασυγκίνησαν οι συναισθηματικές εκδηλώσεις της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • αισθηματίας — ο [αίσθημα] άνθρωπος με ευγενικά αισθήματα, συναισθηματικός, τρυφερός, μεγαλόψυχος …   Dictionary of Greek

  • δέσιμο — το (Μ δέσιμον) 1. το να δένει κανείς κάτι, να συμπλέκει τα άκρα κλωστής, σκοινιού, ευλύγιστης βέργας ώστε να σχηματίσουν κόμπο 2. η σύνδεση, συσκευασία αντικειμένων ώστε να αποτελέσουν δέμα 3. συναισθηματικός δεσμός 4. (για γάμο) η ένωση 5. (για… …   Dictionary of Greek

  • διαχυτικός — ή, ό (Α ός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάχυση ή στις διαχύσεις 2. συναισθηματικός, ανοιχτόκαρδος αρχ. ο ικανός για διάχυση* …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • ρομαντικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κίνηση ή στην τεχνοτροπία τού ρομαντισμού (α. «ρομαντικός ποιητής» β. «ρομαντική σχολή» γ. «ρομαντικοί ήρωες» δ. «ρομαντική μυθιστοριογραφία») 2. μτφ. (για πρόσ.) α) συναισθηματικός, νοσταλγός… …   Dictionary of Greek

  • συναισθηματικότητα — Η ιδιότητα εκείνων που έχουν χαρακτήρα ικανό να δέχεται συναισθήματα και συγκινήσεις. Πολλές ανθρώπινες πράξεις, που μπορεί να φαίνονται απόλυτα λογικές, έχουν ωστόσο συναισθηματικά αίτια: κάθε πράγμα έχει έναν δικό του χαρακτήρα, που εκδηλώνεται …   Dictionary of Greek

  • τρυφερότητα — η / τρυφερότης, ητος, ΝΜΑ [τρυφερός] νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού τρυφερού, τρυφεράδα, απαλότητα 2. μτφ. α) στοργή β) ευσπλαγχνία γ) το να είναι κάποιος συναισθηματικός ή ευαίσθητος 3. στον πληθ. οι τρυφερότητες μτφ. ερωτοτροπίες, ζαχαρώματα αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”